ἄρρεκτος
Look at other dictionaries:
ἄρρεκτον — ἄρρεκτος masc/fem acc sg ἄρρεκτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρεκτον — ἄρεκτος unaccomplished masc/fem acc sg ἄρεκτος unaccomplished neut nom/voc/acc sg ἄρρεκτος masc/fem acc sg (epic) ἄρρεκτος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρεκτος — ἄρεκτος, ον (Α) απραγματοποίητος, ανεκτέλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί άρρεκτος < α στερ. + ρέζω «διαπράττω, πραγματοποιώ κατορθώνω»] … Dictionary of Greek